ποικιλτός

ποικιλτός
-ή, -όν, Α [ποικίλλω]
1. ποικιλμένος, διακοσμημένος ή ποικιλόχρωμος
2. μτφ. (για λόγο) αυτός που περιέχει λεκτικά ποικίλματα, διανθισμένος («τὸ λόγιον τὸ ποικιλτόν», Επιφάν.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποικιλτά
κεντημένα υφάσματα, αλλ. ποικιλτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποικιλτός — variegated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτόν — ποικιλτός variegated masc acc sg ποικιλτός variegated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλτ' — ποικιλτά̱ , ποικιλτής broiderer masc nom/voc/acc dual ποικιλτά , ποικιλτής broiderer masc voc sg ποικιλτά , ποικιλτής broiderer masc nom sg (epic) ποικιλταί , ποικιλτής broiderer masc nom/voc pl ποικιλτά , ποικιλτός variegated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοποίκιλτος — θεοποίκιλτος, ον (AM) ο στολισμένος με θεϊκή τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποίκιλτος (< ποικίλλω), πρβλ. πολυ ποίκιλτος, χρυσο ποίκιλτος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλτά — ποικιλτά̱ , ποικιλτής broiderer masc nom/voc/acc dual ποικιλτής broiderer masc voc sg ποικιλτής broiderer masc nom sg (epic) ποικιλτός variegated neut nom/voc/acc pl ποικιλτά̱ , ποικιλτός variegated fem nom/voc/acc dual ποικιλτά̱ , ποικιλτός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποίκιλτος — η, ο / πολυποίκιλτος, ον ΝΜ αυτός που έχει πολλά ποικίλματα, πλούσια διακόσμηση, πολύ στολισμένος μσν. αυτός που έχει πολλά χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. χρυσο ποίκιλτος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοποίκιλτος — η, ο / χρυσοποίκιλτος, ον, ΝΜΑ διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. νεο ποίκιλτος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλτῶν — ποικιλτής broiderer masc gen pl ποικιλτός variegated fem gen pl ποικιλτός variegated masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθοποίκιλτος — η, ο ο στολισμένος με άνθη, ή διακοσμημένος με παραστάσεις, απεικονίσεις λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + ποικιλτός < ποικίλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • αργυροποίκιλτος — η, ο αυτός που είναι διακοσμημένος με άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ποικιλτός < ποικίλλω «στολίζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”